Ένα συμπαθής κύριος σε ένα χωριό της περιφέρειας, δίνει μια υπόσχεση και κάνει τα αδύνατα δυνατά για να την κρατήσει. Αυτή είναι μια αρκετά σύντομη και ακριβής περιγραφή για την νέα σκηνοθετική απόπειρα του Γιάννη Τσιμιτσέλη στον κινηματογράφο, με τον τίτλο ‘Κουραμπιέδες από Χιόνι (⭐)‘.
Στην μεγάλη κινηματογραφική/τηλεοπτική αγορά της Αμερικής, και όχι μόνο, κάθε εορταστική περίοδο κυκλοφορούν εκατοντάδες ταινίες που έχουν ως πρόσχημα την εκάστοτε γιορτή και πλημμυρίζουν τους θεατές με διαφορετικές ιστορίες πάνω σε αυτήν. Είτε ανθρωποκεντρικές, είτε θρησκόληπτες, οι ταινίες κυκλοφορούν σε μια παραγωγική δυναμική που αντιστοιχεί σε προϊόν εργοστασίου. Ο Γιάννης Τσιμιτσέλης επέλεξε να σκηνοθετήσει μια ιστορία, κατ’ επίφαση χριστουγεννιάτικη, που φαινομενικά ανταποκρίνεται σε ένα μεγάλο κοινό που θέλει να ψυχαγωγηθεί δυο ώρες στον κινηματογράφο, αυτές τις γιορτινές μέρες.
Όμως η ταινία, και οι κουραμπιέδες, είναι φτιαγμένη αντί από χιόνι, με άνθρακα. Όλα είναι λάθος και το cast γεμάτο από δημοφιλείς ηθοποιούς που σε τίποτα δεν φταίει, μετέωρο σε μια κινηματογραφική ελληνικότατη μανιέρα. Αρχικά μπορεί να προμοτάρεται ως χριστουγεννιάτικη αλλά χρησιμοποιεί την περίοδο των Χριστουγέννων μόνο στην αρχή και στο τέλος, δημιουργώντας στο κοινό την σκέψη στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας: που είναι τα Χριστούγεννα;
Βέβαια θα πει κανείς ότι το συγκεκριμένο είδος πλέον έχει ανοίξει τόσο πολύ την γκάμα του που χρειάζεται απλά μια γιρλάντα ή πολύχρωμα λαμπάκια για να κατατάξει κανείς μια ταινία ως χριστουγεννιάτικη και θα έχει δίκιο. Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως είναι σαν τους κουραμπιέδες ορισμένων αρτοποιών που ψάχνεις την ζάχαρη άχνη με το μικροσκόπιο.
Ουσιαστικά το σενάριο είναι ένα χιλιοπαιγμένο ρομάντζο που διακόπτεται άτεχνα από μια γλυκανάλατη ιστορία που θέλει να εκβιάσει το συναίσθημα για να νιώσει ο θεατής το πανανθρώπινο μήνυμα των Χριστουγέννων. Άσχετα αν δεν σου δημιουργεί τις όποιες συνθήκες ποτέ. Αυτό που προκαλεί μεγαλύτερη εντύπωση είναι ότι το σενάριο της ταινίας τον συνυπογράφουν ο Μιχάλης Ρέππας και Θανάσης Παπαθανασίου μαζί με τους Αγνή και Χάρη Χιώτη. Σε όλο αυτό μπορεί εύκολα κανείς να δει τα αδέρφια Χιώτη αλλά πουθενά την συγγραφική μαεστρία των Ρέππα/Παπαθανασίου. Σκηνές δοσμένες μόνο για να ακουστεί ένα ευφυολόγημα και που δεν κρατούν πάνω από δυο με τρία λεπτά, όσο και το υποτιθέμενο αστείο.
Η σκηνοθεσία του Τσιμιτσέλη ανύπαρκτη και ακόμα πιο προβληματική από την πρώτη του ταινία του 2020. Χωρίς συνοχή και ειρμό, ενώνει σκηνές που δεν βγάζουν λογική μόνο και μόνο για να πάμε παρακάτω. Στο εν λόγω χωριό που γίνονται όλα ακόμα και τα πιο αδιανόητα προσπερνιούνται και ξημερώνει μια άλλη μέρα, για να μπορέσουμε να ”γελάσουμε” με το επόμενο σοροπιασμένο, σε σημείο ζαχάρου, αστείο. Όλο αυτό θα είχε μια κάποια λογική εξήγηση αν μιλούσαμε για μια τηλεταινία αλλά εδώ μιλάμε με όρους κινηματογράφου.
Ένας ελληνικός κινηματογράφος που κουβαλάει όλες τις παθογένειες του παρελθόντος που αναγκάζουν τον θεατή να μην εμπιστεύεται την εμπορική πλευρά του αλλά να μην ακούει και όλους όσοι προηγουμένως λανθασμένα έγραφαν διθυράμβους για να τους στείλουν να αγοράσουν ένα εισιτήριο. Από την υπόσχεση μιας δικής μας εκδοχής στο τι είναι οικογενειακή, χριστουγεννιάτικη ταινίας καταλήγουμε σε μια ακόμα προσπάθεια ενός ακόμα ηθοποιού που μεταπηδάει στην καρέκλα του σκηνοθέτη και μας δίνει τελικώς ένα κάρβουνο λες και ήμασταν τα άτακτα παιδιά του Άγιου Βασίλη.
Χρήστος Βασιλακόπουλος