Όλο και συχνότερα, επειδή μεγαλώνω(;) , αναρωτιέμαι τι θα απομείνει από τις αναμνήσεις μου. Όσο το σκέφτομαι δε, όλο και πιο ανάκατα έρχονται τα γεγονότα από στιγμές ορόσημο. Ήμουν πεπεισμένη πως αυτό θα είναι κάποιο προσωπικό μου ταλέντο, μια ιδιορρυθμία ή έστω δυσλειτουργία του εγκεφάλου μου. Από την ακλόνητη θέση μου, με μετακίνησε η παράσταση Forget me not και με έκανε να νιώσω ασφάλεια στο συλλογικό βίωμα της δαιδαλώδους μνήμης.
Το έργο του Bernays, μας διηγείται τη ζωή ενός ζευγαριού από τη γνωριμία τους, μέχρι το τέλος. Περνάει από τα γεγονότα σαν να χώνεται στα λαγούμια του εγκεφάλου και κυνηγά να συγκρατήσει πληροφορίες και καταστάσεις. Δεν ανακατεύει τα γεγονότα, αλλά τα παρουσιάζει όπως μια μνήμη γεννά την επόμενη, χωρίς χρονική ροή, χωρίς συναισθηματική συνάφεια, απλά με την θολερή σύνδεση που τα κρατάμε μέσα μας.
Το ζευγάρι επί της ουσίας, δεν βιώνει κάποια τρομερά σύνθετη ή περίπλοκη ζωή. Περνάει μια τετριμμένη καθημερινότητα και αντιμετωπίζει ρεαλιστικά προβλήματα. Για να γίνει η ταύτιση, δεν αρκεί ωστόσο ένα θέμα κοντά στην καθημερινότητα. Άλλωστε για αυτό χρειαζόμαστε την τέχνη. Η Μυρτώ Γκόνη και ο Κωνσταντίνος Μπιμπής κατάφεραν με τη γενική εποπτεία της παράστασης, αναλαμβάνοντας τη δραματουργία, τη μετάφραση και τη σκηνοθεσία, καθώς επίσης και την ερμηνεία επί σκηνής, κατάφεραν με μεγάλη επιτυχία να ανάγουν την καθημερινότητα σε τέχνη.
Το εγχείρημα ήρθε εις πέρας με τους πρωταγωνιστές να δημιουργούν απλά αλλά όχι απλοϊκά σκηνοθετικά μοτίβα, τεχνικές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις χωρίς επιτηδεύσεις και σε φόρμες του ρεαλισμού. Εξίσου ευφυής ήταν και η χρονική διάρκεια που μόλις και προσεγγίζει τη 1 ώρα και 15 λεπτά. Με μεστότητα απέδωσαν το κείμενο, εξασφάλισαν τη σύνδεση του κοινού με την ιστορία και τους χαρακτήρες και δεν κούρασαν με ανούσιες φλυαρίες.
Ο Μπιμπής μετέβαινε με μαεστρία μεταξύ των ηλικιών που ερμήνευε, αλλάζοντας όλη την κινησιολογική και αισθητική προσέγγιση, γεγονός που έδινε βάθος στην ερμηνεία του. Η Γκόνη ενώ απέδωσε πολύ άρτια τον ρόλο της, δεν έδωσε την αντίστοιχη διαφορά μεταξύ των ηλικιών. Το γεγονός αυτό δεν ξένισε τόσο, απλώς εντείνεται με τη διαφορετική επιλογή του συναδέλφου. Συνολικά όμως, η χημεία τους επί σκηνής έδινε ένα φοβερό αποτέλεσμα, ενώ η κοινή ματιά τους έφερε ένα έργο με καθαρή ταυτότητα και άψογο αισθητικά.
Στο χειροκρότημα, άρχισα να κλαίω χωρίς να καταλαβαίνω γιατί. Μόλις άνοιξαν τα φώτα στην πλατεία, άρχισα να ψάχνω διαισθητικά τις αντιδράσεις των γύρω μου και έχοντας το τέλος έντονα στο μυαλό μου και την όραση μου θολή από τα δάκρυα, μπορούσα να ακούσω καθαρά μύτες να ρουφιούνται και λυγμούς να πνίγονται. Πώς θα μπορούσε να μείνει κανείς ασυγκίνητος μπροστά σε έναν ολόκληρο έρωτα;
Λένια Παλαιολόγου΄