Στο θέατρο τέχνης Κάρολος Κουν, στην Φρυνίχου, από την αρχή της σεζόν, βλέπουμε τις «Υπερβολές», έργο που εμπίπτει στην θεματική «Βία παντού» που υλοποιείται τα τελευταία 2 χρόνια με την υποστήριξη του ΥΠΠΟΑ. Το έργο αποτελείται από 3 μονόπρακτα που συνθέτουν μια σπονδυλωτή παράσταση.
«Ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ θυμωμένος άνθρωπος», «Ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας» και «Πρώτη φορά συναντούσα άνθρωπο που μιλούσε σαν τρένο» συγκροτούν την τελευταία πράξη της τριλογίας των νεοελληνικών έργων περί βίας (τα άλλα ήταν το «Μοτέλ» του Β. Μαυρογεωρίου και το «Cry» της Λ. Κιτσοπούλου).
Η δυναμική αρχή του Πολύ θυμωμένου ανθρώπου, μας εισήγαγε σε ένα κομμάτι αρκετά γνώριμο για τους νέους καλλιτέχνες, αυτό της audition. Η κυρία Κάλμπαρη από τον εξώστη, στρατηγικά τοποθετημένη σε μια «ανώτερη» θέση ισχύος, κατευθύνει την Κατερίνα Λυπηρίδου στην σκληρή και αναγκαία διαδικασία της ακρόασης. Η ηθοποιός καταφθάνει φέρελπις στην σκηνή και σταδιακά φέρνει όλο και περισσότερο στην επιφάνεια τα προσωπικά τραύματά της, καθώς και το βίωμα των νέων και μη καλλιτεχνών που προσπαθούν να επιβιώσουν στον χώρο.
Η απαίτηση για έναν αυτοσχεδιασμό είναι συχνά οδυνηρή, πόσο μάλλον όταν περιλαμβάνει την προσωπική εμπλοκή με το θέμα. Το metoo και όλη η συζήτηση που έχει ανοίξει σχετικά και τείνει να ξεχαστεί, επανήλθε με γλαφυρά σχόλια αλλά και εύστοχες συνδέσεις στο κείμενο. Η ηρωίδα που είχε περάσει από το στάδιο της οικογενειακής κακοποίησης, περνά σε ένα χώρο με εξίσου κακοποιητικές συμπεριφορές, όμως δεν παύει να είναι μια γη της επαγγελίας για την προσωπική της έκφραση.
Ακολουθεί ο Άγγελος Μπούρας. Ο Βίκτωρας, ο άνθρωπος που όλοι έχουμε συναντήσει και προσπεράσει. Κι ύστερα έχουμε αναφωνήσει «μα δεν είχε δώσει κανένα δικαίωμα». Σε κείμενο Μπούρα και Μαυρογεωργίου και σκηνοθεσία του Μαυρογεωργίου, το δεύτερο μονόπρακτο, μας στήνει ένα σύντομο ψυχογράφημα. Παρακολουθούμε έναν ιδιωτικό υπάλληλο, τυπικό στα καθήκοντά του, που αρχίζει να βυθίζεται σε μοτίβα αποκλίνουσας συμπεριφοράς.
Με τις υποθέσεις γυναικοκτονίας να πληθαίνουν τρομακτικά τα τελευταία χρόνια και την κοινωνία να θορυβείται κάθε φορά με πραγματική έκπληξη, η μελέτη των πρώιμων σταδίων ψυχοπαθών ή κοινωνιοπαθών έχει κομβική σημασία.
Τέλος, ο άνθρωπος που μιλάει σαν τρένο, με αφορμή την υπόθεση των Τεμπών και την γενική εκκωφαντικά σιωπηρή απάθεια μας, ήταν εξαιρετική επιλογή για να ολοκληρωθεί το κρεσέντο της βίας. Ο Γιάννης Καλαβριανός, επέλεξε να ασχοληθεί με μια κατάσταση, ακόμα νωπή και παρούσα για πολλούς και το διεκπεραίωσε με τα πλείστα του σεβασμού στις οικογένειες αλλά και τα θύματα.
Η Δέσποινα Γιαννοπούλου, περνώντας από την αποκρουστική αδιαφορία των δημόσιων υπαλλήλων, την άσκοπη γραφειοκρατία που κάνει τα εύκολα δύσκολα και την γενική παράλυση της χώρας, φτάνει σε ένα βαθύ και διαμπερές τραύμα που μας κρατά στο πένθος και μας θυμίζει τις χρόνιες παθογένειες που μας συντροφεύουν ακόμα και στα απλά καθημερινά αφού έχουν ριζώσει στην ιδιοσυγκρασία μας.
Το κείμενο, μπλεκόταν κωμικοτραγικά με τα θέματα που μας απασχολούν εν έτη 2023. Η βαθιά βία που έχουμε αποδεχτεί, η βια που έχει γίνει συνήθεια, έχει μπει σε νούμερα και έχει χάσει την ανθρώπινη διάστασή της, η βία που πιστοποιεί την αποκτήνωσή μας.
Ο τρόπος με τον οποίο περιπλέκονται τα κείμενα με την βία κλείνει με χιούμορ το μάτι στην κοινωνία. Η τρομερή ισορροπία που χαρίζει η κωμικότητα εξομαλύνει τις ψυχοφθόρες συνειδητοποιήσεις της πραγματικότητας αλλά και υποδεικνύει πόσο κοντά μας είναι όλα όσα παρουσιάζονται. Η κλιμάκωση μεταξύ των ιστοριών είναι υποδειγματική και το τέλος ιδανικό.
Ξεκίνησα να παρακολουθώ γελώντας, χαμογέλασα με ταύτιση, δεν έχασα στιγμή το ενδιαφέρον μου και κατέληξα με δάκρυα να χειροκροτώ. Σπουδαίο εγχείρημα και εξαιρετικά εκτελεσμένο. Θα κλείσω με την αγαπημένη μου τυπικούρα: Σπεύσατε!
Λένια Παλαιολόγου